- ἔχεσθαι
- ἔχωcheckpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия
εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… … Dictionary of Greek
μακρότητα — η (AM μακρότης, Μ και μακρότητα) [μακρός] 1. η ιδιότητα τού μακρού, το να έχει κάτι μεγάλο μήκος ή μεγάλη διάρκεια, η κατά μήκος έκταση, το μάκρος 2. η μεγάλη απόσταση, το διάστημα 3. η μεγάλη χρονική διάρκεια, έκταση χρόνου («ἀγαπᾱν κύριον τὸν… … Dictionary of Greek
πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… … Dictionary of Greek
ἔχεσθ' — ἔχεσθε , ἔχω check pres imperat mp 2nd pl ἔχεσθε , ἔχω check pres ind mp 2nd pl ἔχεσθαι , ἔχω check pres inf mp ἔχεσθε , ἔχω check imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)